- ακουμπιστήρι
- dayanak, destek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ακουμπιστήρι — το ιού 1. αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς: Ζητώ το ακουμπιστήρι μου και δεν το βρίσκω. 2. το ερεισίνωτο των επίπλων. 3. στήριγμα, καταφύγιο: Έχασε το θείο του που του ήταν σπουδαίο ακουμπιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουμπιστήρι — το [ακουμπίζω] 1. το μέρος όπου ακουμπά κανείς, στήριγμα 2. το μπαστούνι, το ραβδί 3. καταφύγιο, προστασία … Dictionary of Greek
έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… … Dictionary of Greek
ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω … Dictionary of Greek
ακουμπιστήρα — η το ακουμπιστήρι … Dictionary of Greek
σκαμνί — το ιού (λ. λατ.) 1. ξύλινο κάθισμα χωρίς ακουμπιστήρι για την πλάτη: Τα παιδιά κάθισαν στα σκαμνιά γύρω από τη γιαγιά και άκουγαν προσεχτικά το παραμύθι που τους έλεγε. 2. εδώλιο του κατηγορουμένου: Θα τον καθίσω στο σκαμνί αυτόν τον απατεώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)